- σατραπείον
- τὸ, Α [σατράπης] το ανάκτορο σατράπη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σατραπεῖα — σατραπεῖον palace of a satrap neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σατραπείοις — σατραπεῖον palace of a satrap neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σατραπείου — σατραπεῖον palace of a satrap neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σατραπείων — σατραπεῖον palace of a satrap neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)